Κατά τη διάρκεια της κατοχής της χώρας μας από τις δυνάμεις του Άξονα προκλήθηκε το φαινόμενο του Υπερπληθωρισμού (Hyperinflation). Ο πληθωρισμός κορυφώθηκε το Νοέμβριο του 1944 όταν εκδόθηκε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα.

Είχε ονομαστική αξία 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, όμως ήταν παντελώς ανυπόληπτο και η ουσιαστική του αξία σχεδόν μηδαμινή. Η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε τρεις προσπάθειες σταθεροποίησης της κατάστασης κατά τη διάρκεια δεκαοχτώ μηνών πριν τελικά επιτευχθεί η σταθεροποίηση των τιμών. 

Η έλλειψη τροφίμων, παραγωγικής βάσης και η κερδοσκοπία μεταξύ άλλων προκάλεσε τον υπερπληθωρισμό ο οποίος για να τιθασευτεί απαίτησε σημαντικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις και τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας. Αβεβαιότητα και αντικρουόμενες απόψεις περιβάλλουν σε αυτές τις περιστάσεις την προέλευση των εξόδων μετάβασης προς τη σταθεροποίηση της οικονομίας.

Eπτά πληθωριστικά επεισόδια [1], αρκετά σοβαρά να οδηγήσουν σε υπερπληθωρισμό, κατεγράφησαν σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Μεταξύ αυτών είναι και η Ελληνική εμπειρία του 1943-1944. Σε όρους που σχετίζονται με τη μέση και μέγιστη μηνιαία αύξηση στις τιμές, η Ελληνική περίπτωση κατατάσσεται χαμηλότερα από την Ουγγαρία του Ιουλίου του 1946, αλλά πάνω από τη Γερμανία του Οκτωβρίου του 1923, αν και ως προς τη διάρκεια και τη συνολική αύξηση των τιμών ακολουθεί πίσω και από τις δύο περιπτώσεις. Όταν επιχειρήθηκε η αρχική σταθεροποίηση της οικονομίας η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε και ακολούθησε ανταλλαγή 50 δισεκατομμυρίων της παλιάς δραχμή προς μία νέα δραχμή. Αυτό υπολείπεται από τις μετατροπές του 1 τρισεκατομμυρίου προς ένα μάρκο για τη Γερμανία τον Οκτώβριο του 1923 και των 400 οκτάκις εκατομμυρίων προς ένα για την Ουγγαρία τον Ιούλιο του 1946.

Σε αντίθεση με τις αρχικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν από τη Γερμανία, την Αυστρία καθώς και την Ουγγαρία ώστε να καταπολεμηθεί ο Υπερπληθωρισμός τους, η πρώτη προσπάθεια που επιχειρήθηκε στην Ελλάδα δεν πέτυχε τη σταθεροποίηση του επιπέδου των τιμών. Ο πληθωρισμός συνεχίστηκε για επιπλέον 15 μήνες, αν και σε πολύ πιο μειωμένο ποσοστό. Η σταθεροποίηση του επιπέδου των τιμών επιτεύχθηκε τελικά όταν, σε μια τρίτη μεταρρύθμιση, συγκεκριμένες νομικές και θεσμικές αλλαγές που κρίθηκαν απαραίτητες για την επιτυχή σταθεροποίηση τέθηκαν σε ισχύ. Η ελληνική προσπάθεια είναι παρόμοια από πολλές απόψεις με εκείνη των Πολωνών, των οποίων η επιτυχία σταθεροποίησης απαίτησε δύο μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια τριών χρόνων.

Ο υπερπληθωρισμός στην χώρα μας 

O υπερπληθωρισμός στην Ελλάδα εμφανίστηκε εξαιτίας του Β Παγκoσμίου Πολέμου. Στο ξέσπασμα του η Ελλάδα ήταν ουδέτερη, και όχι σε πλήρη πολεμική σύρραξη. Tο εξωτερικό εμπόριο και οι δασμολογικές εισπράξεις του, τα οποία αποτελούσαν σημαντική πηγή εσόδων για τη χώρα, μειώθηκαν. Η έλλειψη σε εισαγόμενες πρώτες ύλες οδήγησε σε περαιτέρω μείωση της βιομηχανικής παραγωγής (κατά μέσο όρο 30 τοις εκατό χαμηλότερο το 1940 από ό,τι το 1939). Ο Πόλεμος και πιο συγκεκριμένα η κατάκτηση της Αλβανίας από τους Ιταλούς, οδήγησε σε μη προγραμματισμένες αλλά αναγκαίες στρατιωτικές δαπάνες. Ενώ ο προϋπολογισμός παρουσίασε πλεόνασμα για τη χρήση 1939 (1η, Σεπτεμβρίου του 1938 – 31 Αυγούστου, 1939) περίπου στα 271 εκατομμύρια δραχμές, η μείωση των εσόδων και οι έκτακτες δαπάνες δημιούργησαν έλλειμμα 790 εκατομμυρίων δραχμών για το έτος 1940. Η Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε σε έκδοση τραπεζογραμματίων για να καλύψει το έλλειμμα. Το ελληνικό φορολογικό σύστημα ήταν εξαρτώμενο από συγκεκριμένους φόρους, μια προσέγγιση η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό μειονέκτημα χωρών με την εμπειρία του υπερπληθωρισμού. Το σύστημα από μόνο του κατέστησε δύσκολο ώστε τα φορολογικά έσοδα να συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό. 

Οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα στις 28 Οκτώβρη του 1940. Η επέλαση των δυνάμεων του Άξονα ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1941. Κατά την περίοδο της αντίστασης ο προϋπολογισμός της Ελλάδας επιδεινώθηκε περαιτέρω. Τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν και οι δαπάνες για στρατιωτικές σκοπούς αυξήθηκαν 10 φορές. Προκαταβολές από την Τράπεζα της Ελλάδα συνέχισαν να χρηματοδοτούν το έλλειμμα. Οι τιμές αυξήθηκαν κατά την περίοδο αυτή 4,6 φορές, ενώ η προσφορά χρήματος αυξήθηκε περίπου από 1.8 έως 2.2 φορές. 

Με την εγκατάσταση της κυβέρνησης στην Ελλάδα, θα περίμενε κανείς ότι το έλλειμμα θα μειωθεί. Αυτό όμως δεν συνέβη. Δύο νέες δαπάνες αντικατέστησαν τα έξοδα για εξοπλισμούς: οι αποζημιώσεις, και η υποστήριξη του στρατού κατοχής των περίπου 400.000 ανδρών (Συντήρηση του Γερμανικού Στρατού από την Ελλάδα). Αυτά αποτελούσαν περίπου από το ένα τρίτο έως τα τρία πέμπτα του συνόλου των δαπανών κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η Τράπεζα της Ελλάδα εξέδωσε τραπεζογραμμάτια ώστε να αποπληρώσει και πάλι τους λογαριασμούς.

Οι αποζημιώσεις διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στη δημιουργία του υπερπληθωρισμού σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία Ι και II. Μαρτυρίες ενδεικνύουν ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη Γερμανία και την Αυστρία επειδή προκάλεσαν αβεβαιότητα σχετικά με τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Ο Schuker (1978), μάλιστα υποδεικνύει ότι η Γερμανία σκόπιμα κατέφυγε στη λύση του υπερπληθωρισμού ώστε να μειώσει τις αποζημιώσεις της. Δεν υπάρχουν αντίστοιχες αποδείξεις ότι η ελληνική κυβέρνηση σκόπιμα κατέφυγε σε πληθωριστικές χρηματοδοτήσεις ώστε να πείσει τις δυνάμεις του Άξονα να μειώσει τις αποζημιώσεις που απαιτούσαν. Η Πολωνία (to 1923), η Κίνα (Απρίλιος του 1949) και η Ρωσία (Nοέμβριος του 1917 με Μάρτιο 1924) είχαν υπερπληθωρισμό λόγο αποζημιώσεων. Η Βουλγαρία (μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), η Γαλλία και η Φινλανδία (μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) αναγκάστηκαν να καταβάλουν αποζημιώσεις, χωρίς παρουσία υπερπληθωρισμού.

Η Eλληνική Κυβέρνηση, από επιλογή ή ανάγκη, δεν εισήγαγε νέα φορολογία ώστε να καλύψει τις δαπάνες της. Ως απoτέλεσμα τα έσοδα μειώθηκαν, καλύπτοντας λιγότερο από το 6 τοις εκατό των δαπανών κατά το τελευταίο έτος της κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα. Η ύφεση ήταν η συνέπεια της καταστροφικής πτώσης του εθνικού εισοδήματος. Το 1938 το εθνικό εισόδημα ήταν περίπου στα 67,4 δισεκατομμύρια δραχμές, που σημαίνει μια πτώση σε πραγματικούς όρους περίπου 23 δισεκατομμυρίων το 1941 και 20 δισεκατομμυρίων το 1942. Εκεί παρέμεινε για τα επόμενα δύο έτη. Σε αναντιστοιχία με τον πληθωρισμό στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, το αρχικό στάδιο του ελληνικού πληθωρισμού δεν συνοδεύτηκε με οικονομική άνθηση, λόγω της πολιτικής οικονομικής εκμετάλλευσης και της απουσίας της πίστωσης. Παράλληλα και στην Ουγγαρία η πίστωση δεν αποτέλεσε σημαντική πηγή για την αύξησης της κυκλοφορίας τραπεζογραμμματίων.

Οι τιμές οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με την τιμή της χρυσής λίρας αυξήθηκαν κατά 155 φορές κατά τη διάρκεια της περιόδου 1941-1943 (και η προσφορά χρήματος αυξήθηκε 72 φορές), όμως η συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια, τα τέλη του 1942, και τις αρχές του 1943, υπήρξε ασυνήθιστη. Συγκεκριμένα η τιμή του χρυσού κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 1942, αλλά στη συνέχεια εξασθένισε σημαντικά. Μέχρι το Δεκέμβρη του 1942 είχε πέσει στο 43 τοις εκατό της αξίας του Οκτωβρίου. Περαιτέρω έπεσε ελαφρά και τον Ιανουάριο αλλά και τον Φεβρουάριο του 1943 είχε περίπου το 38 τοις εκατό της αξίας του Οκτωβρίου. Παρατηρητές συνέδεσαν την πτώση των τιμών στην προσδοκία ότι η απελευθέρωση της χώρας ήταν κοντά ιδιαίτερα, μετά τις επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις των συμμάχων στη Βόρεια Αφρική. Άλλοι συνέδεσαν την πτώση με την άφιξη και τη διανομή αγαθών βοήθειας από τον Ερυθρό Σταυρό. Ο Πίνακας 2 καταγράφει την προοδευτική επιτάχυνση των τιμών, της προσφοράς χρήματος και το επίπεδο των πραγματικών χρηματικών διαθεσίμων.

Ο υπερπληθωρισμός στην Ελλάδα ξεκίνησε τον Οκτώβριο 1943, ενώ η χώρα ήταν υπό την κατοχή των δυνάμεων τον Άξονα. Υπήρξε μια ταχεία αύξηση στην κυκλοφορία του χρήματος, το οποίο προκλήθηκε από τις προσδοκίες του πληθωρισμού. Στο αρχικό στάδιο της κατοχής από τις ξένες δυνάμεις οι αρχές επιδιώξανε πολιτική η οποία συγκράτησε την τάση της αύξησης. Βλέποντας ότι οι Έλληνες ήταν διστακτικοί στο να αποδεχθούν τα τραπεζογραμμάτια, ανάγκασε τις αρχές να αρχίσουν πληρωμές με χρυσές λίρες και χρυσά Γαλλικά νομίσματα αξίας 20 φράγκων. Πάνω από 1.300.000 χρυσές λίρες διοχετεύθηκαν στην Ελληνική αγορά ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. 

Ενώ η συγκεκριμένη πρακτική μείωσε τον ρυθμό έκδοσης των τραπεζογραμματίων (χαρτονομισμάτων), αύξησε παράλληλα την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος. Μείωσε την εμπιστοσύνη των πολιτών για τη μελλοντική αξία της δραχμής, ενθαρρύνοντας τους να κρατήσουν τον πλούτο τους σε άλλες μορφές χρηματοοικονομικών εργαλείων. Έτσι δημιουργώντας ένα πιο ασφαλές υποκατάστατο από την κατοχή Δραχμών και τη κατοχή εμπορευμάτων, η πρακτική αυτή αύξησε την ελαστικότητα, και μείωσε τη ζήτηση για το εγχώριο χρήμα (δηλαδή, αύξησε την ταχύτητα). Κατά συνέπεια, η φορολογική βάση η οποία θα μπορούσε να συγκρατήσει τον πληθωρισμό μειώθηκε και το ποσοστό της έκδοσης τραπεζογραμματίων και του πληθωρισμού που απαιτείτο αυξήθηκε.

Στις 18 Οκτωβρίου 1944 η εξόριστη εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση επέστρεψε στην Αθήνα για να αντιμετωπίσει τον υπερπληθωρισμό και την καταστροφή που δημιούργησε ο πόλεμος. Ο πληθωρισμός συνεχίστηκε, αν και το κόστος αποζημιώσεων, όπως και το κόστος των κατοχικών δυνάμεων, δεν επιβάρυναν άλλο τον προϋπολογισμό. Αντικαταστάθηκαν όμως από δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και τη φροντίδα του μεγάλου αριθμού εσωτερικών μετακινήσεων. Επιπλέον, επειδή η κυβέρνηση ασκούσε επιρροή μόνο στην περιοχή των Αθηνών (η κυβέρνηση του βουνού έλεγχε το υπόλοιπο της χώρας), είχε περιορισμένη ικανότητα να αυξήσει και να συλλέξει επιπρόσθετους φόρους. Οι καθημερινές δαπάνες και τα έσοδα της κυβέρνησης την περίοδο που καταβλήθηκε προσπάθεια σταθεροποίησης δείχνουν ότι τα έσοδα κάλυπταν περίπου 0,4 τοις εκατό των δαπανών, ενώ το υπόλοιπο καλυπτόταν με προκαταβολές από την Τράπεζα της Ελλάδας.

Η αύξηση στην ταχύτητα των διαδικασιών και η πτώση των πραγματικών χρηματικών διαθεσίμων ανάγκασε την κυβέρνηση να θεσπίσει πρόγραμμα σταθεροποίησης με διαχείριση μέσω του ειδικού φόρου συνδυαζόμενου με τον πληθωρισμό. Καθώς η φορολογική βάση υποχώρησε προς το μηδέν, η ικανότητα της κυβέρνησης να τη χρησιμοποιήσει ήταν ανεπαρκής. Η αύξηση της αδυναμίας ήταν δραματική και φαίνεται από την πτώση των πραγματικών χρηματικών διαθεσίμων. Την παραμονή της σταθεροποίησης τα πραγματικά υπόλοιπα ήταν μόνο περίπου 0,4 τοις εκατό των αντίστοιχων του 1938. Οι Έλληνες κατά μέσο όρο κρατούσαν στα χέρια τους τα τραπεζογραμμάτια σε δραχμές για 40 ημέρες το 1938 πριν τα διοχετεύσουν στην αγορά. Αυτή η περίοδος μετατράπηκε μέχρι τις 10 Νοεμβρίου του 1944 σε περίπου τέσσερις ώρες.

Συμπεράσματα

Η προέλευση του υπερπληθωρισμού στην Ελλάδα είναι παρόμοια με εκείνη των άλλων χωρών που βίωσαν αντίστοιχη οικονομική αστάθεια και κατά τη διάρκεια του οποίου οι κυβερνήσεις στηρίχθηκαν ιδιαίτερα στο φορολογικό πληθωρισμό. Οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να θεσπίσουν πρόγραμμα σταθεροποίησης, όταν η φορολογική βάση μειώθηκε δραματικά. Το ελληνικό πρόγραμμα που θεσπίστηκε ήταν παρόμοιο με εκείνα που εφαρμόστηκαν από τις άλλες χώρες. Σε αντίθεση με τις άλλες περιπτώσεις, η σταθεροποίηση του επιπέδου των τιμών δεν ήταν ως συνέπεια της αρχικής προσπάθειας. Αυτό συνέβη 18 μήνες αργότερα, όταν, σε μια τρίτη μεταρρύθμιση υπογράφηκε η Αγγλο-Ελληνική σύμβαση, με την οποία το φορολογικό σύστημα ενισχύθηκε και η ανεξάρτητη νομισματική αρχή (η Επιτροπή Ελέγχου του νομίσματος που δημιουργήθηκε) δεσμεύτηκε να διατηρήσει σταθερές τις τιμές.

Το συνολικό κόστος της σταθεροποίησης δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι πρέπει να ήταν μικρό. Λόγω της σοβαρής αστάθειας που δημιούργησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος και την απουσία σχετικών συμβάσεων, το κόστος που ανέλαβε η Ελλάδα ήταν υπέρογκο.

[1] Ελλάδα (1944), Ουγγαρία (1946), Γιουγκοσλαβία (1994), Βοσνία (1994) Γερμανια (1923), Κίνα (1949), Αρμενία (1993).

Βιβλιογραφία 

  • Phillip Cagan. See his “The Monetary Dynamics of Hyperinflation” in Studies in the Quantity Theory of Money, edited by Milton Friedman (Chicago, 1956). According to his definition, Austria, Germany, Poland, Russia, Greece, China, and Hungary (after both World Wars) had hyperinflation. China’s experience is analyzed in Jarvis Babcock and Gail Makinen, “The Chinese Hyperinflation Revisited,” Journal of Political Economy, 83 (Dec. 1975), pp. 1259-68.
  • John Kenneth Galbraith, Money: Whence It Came, Where It Went (Boston, 1974); and Alice Teichova, “A Comparative View of the Inflation of the 1920s in Austria and Czechoslovakia” in Inflation Through the Ages.
  • Robert J. Gordon, “Why Stopping Inflation May Be Costly: Evidence from Fourteen Historical Episodes” in Inflation: Causes and Effects; and Arthur Okun, “Efficient Disinflationary Policies,” American Economic Review, 68 (May 1978), pp. 348-5.
  • Carl L. Holtfrerich, “Political Factors of the German Inflation, 1914-23,” in Inflation Through the Ages; and in Alice Teichova, “A Comparative View.”.
  • Gail Makinen, “The Greek Hyperinflation and Stabilization of 1943-1946, “A Comparative View.”.
  • Thomas Sargent, “The Ends of Four Big Inflations,” in Robert Hall, ed., Inflation: Causes and Effects (Chicago, 1982).
  • Stephen A. Schuker, “Finance and Foreign Policy in the Era of the German Inflation: British, French, and German Strategies for Economic Reconstruction after the First World War,” in Otto Busch and Gerald D. Feldman, eds., Historische Prozesse Der Deutschen Inflation, 1914-1924 (Berlin, 1978).
  • Nathan Schmukler and Edward Marcus, eds., Inflation Through the Ages: Economic, Social, Psychological and Historical Aspects (New York, 1983).
  • Peter-Christian Witt, “Tax Policies, Tax Assessment and Inflation: Toward a Sociology of Public Finance in the German Inflation, 1914-1923”.

*Ο Δημήτριος Γουνόπουλος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Λογιστικής του Πανεπιστημίου του Μπαθ της Μεγάλης Βρετανίας.

Share this post on: