Με αφορμή τα 10 χρόνια από το θάνατο της μεγάλης πολιτικού επιστήμονα και νομπελίστας οικονομολόγου Elinor Ostrom (1933-2012), το παρόν δοκίμιο επιχειρεί μία ανασκόπηση του πλούσιου ακαδημαϊκού έργου και της συνεισφοράς της στην επιστήμη των οικονομικών.

Σπουδές και πρώιμος ακαδημαϊκός βίος

Η Elinor Ostrom αποφοίτησε από προπτυχιακές (1954). μεταπτυχιακές (1962) και διδακτορικές σπουδές (1965) στην πολιτική επιστήμη από το University of California at Los Angeles (UCLA) και εργάστηκε επί πολλά έτη ως ακαδημαϊκός στο Indiana University, καθώς και ως ιδρύτρια και διευθύντρια του ερευνητικού κέντρου για τη θεσμική ποικιλότητα στο Arizona State University στα τελευταία έτη της καριέρας της. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είχε γίνει δεκτή για διδακτορικές σπουδές στην οικονομική επιστήμη από το UCLA εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν είχε κάνει αρκετά μαθήματα στην άλγεβρα και τη γεωμετρία στις προηγούμενές της σπουδές.

Από νωρίς στις μεταπτυχιακές τις εργασίες, η Ostrom ασχολήθηκε με τη μελέτη της διαχείρισης και διανομής δημοσίων αγαθών και πόρων, ξεκινώντας από τη διαχείριση και άρδευση των υπογείων υδάτων της Νότιας Καλιφόρνια, έχοντας ανατεθεί στην ίδια να μελετήσει τη δυτική λεκάνη υδάτων της περιοχής. Αποτέλεσε κινητήρια δύναμη στη μετέπειτα καριέρα της η προσπάθεια αντιμετώπισης των δυσκολιών που ενέχει η διαχείριση δημοσίων αγαθών που χρησιμοποιούνται από πολλούς πολίτες. Η υπερβολική άρδευση υδάτων από τους ντόπιους, αλλά και η εύρεση κινήτρων για επίλυση διαπραγματευτικών δυσκολιών μεταξύ τους, με στόχο την επίλυση του προβλήματος, αποτέλεσαν βασικό θέμα της διατριβής της, θέτοντας τα θεμέλια της μετέπειτα ευρύτερης μελέτης της διαχείρισης των «κοινών πόρων». Η Ostrom είχε ήδη αποκτήσει ενδιαφέροντα και εμπειρίες συμμετέχοντας στους φοιτητικούς συλλόγους διαπραγματευτικών δεξιοτήτων κατά τις προπτυχιακές της σπουδές στο UCLA.

Κατά τη διάρκεια της διατριβής της περί τη διαχείριση των «κοινών αγαθών» γνώρισε το μετέπειτα σύζυγό της Vincent Ostrom, που ήταν επίκουρος καθηγητής στην πολιτική επιστήμη στο UCLA και οργανωτής των σεμιναρίων στο τμήμα της. Το ακαδημαϊκό έργο του συζύγου της, και συγκεκριμένα η μελέτες του για την οργάνωση του δημοσίου τομέα στις μητροπολιτικές περιοχές (Ostrom, et al., 1961) επηρέασαν τη διαμόρφωση της πρώιμης σκέψης της Ostrom στη διδακτορική της διατριβή. Η κομβική ιδέα της αποκέντρωσης και του πολυκεντρισμού, που πήγαινε αντίθετα στη γραμμή της κεντρικής διοίκησης στις μητροπολιτικές περιοχές αποτέλεσαν σημείο διαφωνίας μεταξύ του συζύγου της Ostrom και του πανεπιστημίου του UCLA. Σαν αποτέλεσμα, το 1965 μετακινήθηκαν στο Bloomington της Indiana, όπου ο Vincent Ostrom πήρε θέση καθηγητή στις πολιτικές επιστήμες. Η Elinor Ostrom πήρε θέση επισκέπτη λέκτορα στο πανεπιστήμιο της Indiana, όπου δίδαξε μαθήματα σχετικά με την Αμερικανική κυβέρνηση.

Η ακαδημαϊκή ωρίμανση και οι καινοτόμες συνεισφορές

Το πρώιμο έργο της Ostrom τόνισε τον ρόλο των επιλογών από το κοινό στις αποφάσεις που επηρεάζουν την παραγωγή και διανομή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Ανάμεσα στα πιο γνωστά πρώτα έργα της είναι η μελέτη της για την πολυκεντρικότητα των αστυνομικών λειτουργιών στην Ινδιανάπολη (Ostrom, et al., 1973). Κατά την Ostrom, η φροντίδα για τα κοινά έπρεπε να είναι μια σύνθετη δυναμική διεργασία, χτισμένη από τη βάση προς την κορυφή και διαμορφωμένη με βάση την «κουλτούρα», δηλαδή τις πολιτισμικές νόρμες και συνήθειες. Έπρεπε να συζητηθεί πρόσωπο με πρόσωπο και με βάση την εμπιστοσύνη. Στην Όστρομ, εκτός από το να μελετά τα δορυφορικά δεδομένα και να ρωτά η ίδια τους ψαράδες κατά την έρευνα πεδίου, άρεσε να χρησιμοποιεί τη θεωρία παιγνίων για να προσπαθήσει να προβλέψει τη συμπεριφορά των ανθρώπων που αντιμετώπιζαν περιορισμένους πόρους. Στο Εργαστήρι της Πολιτικής Θεωρίας και Ανάλυσης Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα – που δημιούργησε με τον σύζυγό της το 1973 – εν είδει πειράματος, δίνονταν στους μαθητές της μετοχές σε ένα εθνικό αγαθό. Στα πειράματά της, διαπίστωσε ότι όταν συζητούσαν οι μαθητές τι έπρεπε να κάνουν πριν το κάνουν, το ποσοστό απόδοσης από τις «επενδύσεις» τους υπερδιπλασιάζονταν.

Νωρίς από την απαρχή των διδακτορικών σπουδών της, αλλά και κατά την αρχή του επαγγελματικού ακαδημαϊκού της βίου, η Ostrom στηρίχτηκε στην εμπειρική έρευνα πεδίου. Ξεκινώντας από τη διαχείριση πόρων στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών, μεταπήδησε αργότερα σε μελέτες συστημάτων άρδευσης στην Ισπανία και το Νεπάλ, ορεινών χωριών στην Ελβετία και την Ιαπωνία, και αλιείας στην Ινδονησία, αλλά και το Maine των Ηνωμένων Πολιτειών (Economist, 2018). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας της, απέκτησε εμπειρία στην Κένυα, το Νεπάλ και τη Νιγηρία και έκανε επίσης ερευνητικά ταξίδια στην Αυστραλία, τη Βολιβία, την Ινδία, την Ινδονησία, το Μεξικό, τις Φιλιππίνες, την Πολωνία και τη Ζιμπάμπουε.

Η βασική επιρροή που έδωσε το έναυσμα για την αριστεία και τη μετέπειτα ακαδημαϊκή της διάκριση ήταν η δημοσίευση της «τραγωδίας των κοινών», μιας θεωρίας που δημοσιέυθηκε από το βιολόγο Garrett Hardin το 1968 στο περιοδικό Science (Hardin, 1968). Ο Χάρντιν θεώρησε ότι εάν κάθε βοσκός που μοιράζεται ένα κοινό βοσκότοπο έπαιρνε την ατομικά ορθολογική οικονομική απόφαση να αυξήσει τον αριθμό των βοοειδών που διατηρεί στη γη, τότε το συλλογικό αποτέλεσμα θα εξαντλούσε ή θα κατέστρεφε τον κοινό πόρο (βοσκότοπο). Με άλλα λόγια, πολλά άτομα ‒ ενεργώντας ανεξάρτητα και ορθολογικά, βασισμένοι στο ατομικό τους συμφέρον ‒ θα εξαντλήσουν τελικά έναν κοινό περιορισμένο πόρο, ακόμη και όταν είναι σαφές ότι δεν είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον κανενός να συμβεί αυτό. Κατά την ίδια περίοδο με τη μελέτη του Χάρντιν, δημοσιεύτηκε και ένα ακόμα βιβλίο από το Mancur Olson που ανέλυε τη λογική πίσω από τη συλλογική δράση και αποτέλεσε πολύ βασική επιρροή στη μετέπειτα σκέψη και πορεία της Ostrom (Olson, 1968).

Ο ώριμος ακαδημαϊκός βίος και η επιφώτηση

Μετά από 15 χρόνια ενασχόλησης με την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών τμημάτων στις Η.Π.Α. και έχοντας καταδείξει τον κομβικό ρόλο της πολυκεντρικότητας στις μητροπολιτικές περιοχές, η Ostrom επικεντρώθηκε στην εκτενέστερη μελέτη προβλημάτων διαχείρισης κοινών πόρων. Το μεταγενέστερο και πιο διάσημο έργο της επικεντρώθηκε στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με τα οικοσυστήματα για να διατηρήσουν μακροπρόθεσμα βιώσιμες αποδόσεις πόρων. Οι κοινοί πόροι περιλαμβάνουν δάση, αλιεία, κοιτάσματα πετρελαίου, βοσκότοπους και συστήματα άρδευσης. Διεξήγαγε τις επιτόπιες μελέτες της σχετικά με τη διαχείριση των βοσκοτόπων από ντόπιους στην Αφρική και τη διαχείριση των συστημάτων άρδευσης σε χωριά του δυτικού Νεπάλ. Το έργο της εξέτασε πώς οι κοινωνίες έχουν αναπτύξει διάφορες θεσμικές ρυθμίσεις για τη διαχείριση των φυσικών πόρων και την αποφυγή της κατάρρευσης του οικοσυστήματος σε πολλές περιπτώσεις, παρόλο που ορισμένες ρυθμίσεις απέτυχαν να αποτρέψουν την εξάντληση των πόρων. Το έργο της τόνιζε την πολύπλευρη φύση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου-οικοσυστήματος και τάσσεται κατά οποιασδήποτε μοναδικής «πανάκειας» για μεμονωμένα προβλήματα κοινωνικού-οικολογικού συστήματος.

Η Όστρομ πιστεύει και αρχίζει να τεκμηριώνει εκτενώς ότι η «τραγωδία» σε τέτοιες καταστάσεις δεν είναι αναπόφευκτη, όπως πίστευε ο Χάρντιν. Αντίθετα, εάν οι βοσκοί αποφασίσουν να συνεργαστούν μεταξύ τους, παρακολουθώντας ο ένας τη χρήση της γης από τον άλλο και επιβάλλοντας κανόνες για τη διαχείρισή της, μπορούν να αποφύγουν την τραγωδία. Συνεπώς, ενώ ο Hardin (1968) καταδείκνυε ότι η πιο σημαντική πτυχή που πρέπει να συνειδητοποιήσουν άμεσα οι άνθρωποι ήταν η ανάγκη εγκατάλειψης την αρχής των κοινών πόρων στην ευρύτερη αναπαραγωγή, οι δυναμικές δημοσιευμένες απαντήσης της Ostrom συνέθεσαν μία πιθανή εναλλακτική στην τραγωδία των κοινών που περιεγράφηκε στο αριστουργηματικό βιβλίο της περί διακυβέρνησης των κοινών αγαθών (Ostrom, 1990). Χρησιμοποιώντας εμπεριστατωμένες μελέτες και εφαρμογές πεδίου από όλον τον κόσμο, το βιβλίο καταδεικνύει ότι υπάρχουν πρακτικοί αλγόριθμοι για τη συλλογική χρήση ενός περιορισμένου κοινού πόρου, που ‒ ενώ επιτρέπουν μεν την ορθολογικά εγωκεντρική συμπεριφορά των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο των αποδεκτών μηχανισμών για παράθεση και έλεγχο ‒ ταυτόχρονα αποτρέπουν την καταστροφή ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης. Συνεπώς, οι μηχανισμοί αυτοί επιτρέπουν την ορθολογική χρήση και ανανέωση του πόρου.

Στην ακαδημαϊκή της ωρίμανση, η Ostrom αρχίζει να γράφει πολλά βιβλία στους τομείς της οργανωτικής θεωρίας, της πολιτικής επιστήμης και της δημόσιας διοίκησης. Η καινοτόμος και πρωτοποριακή έρευνα της Ostrom υποστηρίχθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών, το Ίδρυμα Andrew Mellon, το Ίδρυμα Hynde and Harry Bradley, το Ίδρυμα MacArthur, το Ίδρυμα Ford, τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, το Ίδρυμα για τη Διεθνή Ανάπτυξη στις Η.Π.Α. (U.S.A.I.D.), το Γεωλογικό Ινστιτούτο των Η.Π.Α., το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, μεταξύ άλλων.

Σε αυτό το σημείο, η επίδραση του έργου της Ostrom αρχίζει να γίνεται παγκόσμια γνωστή και να ξεπερνά τα στενότερα όρια της πολιτικής επιστήμης και της δημόσιας διοίκησης, συναντώντας τεράστιο αντίκτυπο στην επιστήμη των οικονομικών. Υπήρχε επί μακρόν ομόφωνη άποψη μεταξύ των οικονομολόγων ότι οι φυσικοί πόροι που χρησιμοποιούνταν συλλογικά από τους χρήστες τους θα υπόκεινται σε υπερ-εκμετάλλευση και θα καταστρέφονται μακροπρόθεσμα. Η Όστρομ διέψευσε αυτή την ιδέα πραγματοποιώντας μελέτες πεδίου σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σε μικρές, τοπικές κοινότητες διαχειρίζονται κοινούς φυσικούς πόρους, όπως βοσκοτόπια, αλιευτικά νερά και δάση. Έδειξε ότι όταν οι φυσικοί πόροι χρησιμοποιούνται από κοινού από τους χρήστες τους, με τον καιρό θεσπίζονται κανόνες για τον τρόπο φροντίδας και χρήσης τους με τρόπο που να είναι οικονομικά και οικολογικά βιώσιμος. Η Ostrom και οι πολλοί συνερευνητές της ανέπτυξαν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο «Κοινωνικών-Οικολογικών Συστημάτων (SES)», μέσα στο οποίο εντοπίζεται πλέον μεγάλο μέρος της εξελισσόμενης ακόμα θεωρίας των πόρων κοινής συγκέντρωσης και της συλλογικής αυτοδιακυβέρνησης.

Εξετάζοντας τη χρήση συλλογικής δράσης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας στη διαχείριση των κοινών πόρων (CPR), η θεσμική της προσέγγιση στη δημόσια πολιτική, γνωστή ως θεσμικό πλαίσιο ανάλυσης και ανάπτυξης (IAD), έχει θεωρηθεί αρκετά διακριτή για να θεωρηθεί ως ξεχωριστή σχολή της θεωρίας της δημόσιας επιλογής. Η Ostrom προσδιόρισε τις εξής οκτώ «αρχές σχεδιασμού» σταθερής τοπικής κοινής διαχείρισης πόρων (CPR): (i) Σαφής καθορισμός του περιεχομένου του κοινού πόρου από κοινού και αποτελεσματικός αποκλεισμός εξωτερικών μερών που δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής. (ii) Ιδιοποίηση και παροχή κοινών πόρων προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες. (iii) Ρυθμίσεις συλλογικής επιλογής που επιτρέπουν στους περισσότερους οικειοποιητές πόρων να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. (iv) Αποτελεσματική παρακολούθηση από επόπτες που είναι μέρος ή υπόλογοι στους οικειοποιητές. (v) Κλίμακα κλιμακωτών κυρώσεων για τους οικειοποιητές πόρων που παραβιάζουν τους κοινοτικούς κανόνες. (vi) Μηχανισμοί επίλυσης συγκρούσεων που είναι φθηνοί και με εύκολη πρόσβαση. (vii) Αυτοδιάθεση της κοινότητας που αναγνωρίζεται από ανώτερες αρχές. (viii) Στην περίπτωση μεγαλύτερων κοινών πόρων, οργάνωση με τη μορφή πολλαπλών στρωμάτων ένθετων επιχειρήσεων, με μικρές τοπικές CPR στο βασικό επίπεδο. Αυτές οι αρχές έχουν έκτοτε τροποποιηθεί και επεκταθεί για να συμπεριλάβουν έναν αριθμό πρόσθετων μεταβλητών που πιστεύεται ότι επηρεάζουν την επιτυχία των αυτοοργανωμένων συστημάτων διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής επικοινωνίας, της εσωτερικής εμπιστοσύνης και της αμοιβαιότητας, καθώς και της φύσης του συστήματος πόρων στο σύνολό του.

Η συνεισφορά στη θεμελίωση των νέων θεσμικών οικονομικών και της συμπεριφορικής οικονομικής

Πέραν όμως των προφανών εφαρμογών στα περιβαλλοντικά οικονομικά, με τη χρήση θεωρίας παιγνίων και εμπειρικών μελετών πεδίου, η προσέγγιση της Ostrom είναι μοναδική, καθώς ενέχει στοιχεία συμπεριφορικής θεωρίας παιγνίων με εφαρμογές που αφορούν πολλούς ακόμα κλάδους των οικονομικών, καθώς και της βαθύτερης φιλοσοφίας της οικονομικής επιστήμης. Το αρχικό σημείο αφορούσε το θεμέλιο λίθο των οικονομικών, δηλαδή την υπόθεση του ορθολογικού ανθρώπου (homo economicus). Ήδη ο Simon (1982) είχε ασκήσει κριτική στη λογική της αντικειμενικής ορθολογικότητας, ισχυριζόμενος ότι οι άνθρωποι δεν έχουν την υπολογιστική ικανότητα που χρειάζεται για βελτιστοποίηση σε όλες τις περιστάσεις. Εισήγαγε την έννοια της οριοθετημένης ορθολογικότητας, σύμφωνα με την οποία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πάντα σκόπιμη, αλλά συχνά λιγότερο από τη βέλτιστη, λόγω των ανθρώπινων γνωστικών περιορισμών. Μεταξύ των σημαντικότερων εφαρμογών της πρότασης του Simon, έρχεται η συμπεριφορική θεωρία της συλλογικής δράσης της Ostrom (1998), με εφαρμογές και στα εργασιακά οικονομικά, καθώς και η μελέτη του Williamson (1985) σχετικά με το ενδεχόμενο των συμβάσεων εργασίας και τις εσωτερικές αγορές εργασίας,. Οι νέες αυτές προσεγγίσεις ήταν εντελώς διαφορετικές από τα συμβατικά οικονομικά, καθώς επέτρεπαν να ενσωματωθούν τα συναισθήματα και ο περιορισμένος ορθολογισμός στη θεωρία της διαπραγμάτευσης (Panos, 2010).

Σε αυτό το χρονικό σημείο, η προέλευση των κοινωνικών προτιμήσεων είναι ένα ερώτημα που έχει αρχίσει να τραβάει την προσοχή, μαζί με την αλληλεπίδρασή τους με το θεσμικό περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα η κοινωνική αλληλεπίδραση. Οι κοινωνικοί κανόνες αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία αυτού που έχει ονομαστεί «κοινωνικό κεφάλαιο», δηλαδή η άτυπη συνεταιριστική υποδομή των κοινωνιών. Τα κοινωνικά διλήμματα εμφανίζονται κάθε φορά που «τα άτομα σε αλληλεξαρτώμενες καταστάσεις αντιμετωπίζουν επιλογές στις οποίες η μεγιστοποίηση του βραχυπρόθεσμου συμφέροντος αποφέρει αποτελέσματα αφήνοντας όλους τους συμμετέχοντες σε χειρότερη θέση από τις εφικτές εναλλακτικές». Ως απάντηση στα κοινωνικά διλήμματα, οι κοινωνικοί κανόνες είναι πανταχού παρόντες (Ostrom, 1998). Οι κοινωνικοί κανόνες έχουν επίσης αποφασιστικό αντίκτυπο στη λειτουργία των αγορών, είτε αποτρέποντας είτε ενθαρρύνοντας μια κοινωνικά επωφελής συμπεριφορά. Μια ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία κανόνων σχετίζεται με προβλήματα συλλογικής δράσης και την παροχή δημόσιων αγαθών.

Η Ostrom συζητά για πρώτη φορά πώς τα άτομα επιτυγχάνουν αποτελέσματα που είναι «καλύτερα από τα ορθολογικά» χτίζοντας συνθήκες όπου η αμοιβαιότητα, η φήμη και η εμπιστοσύνη μπορούν να βοηθήσουν να ξεπεραστούν οι ισχυροί πειρασμοί του βραχυπρόθεσμου ατομικού συμφέροντος. Σταθερά, ισχυρά και αναπαραγόμενα ευρήματα είναι ότι επιτυγχάνονται ουσιαστικές αυξήσεις στα επίπεδα συνεργασίας όταν επιτρέπεται στα άτομα να επικοινωνούν πρόσωπο με πρόσωπο. Κατά συνέπεια, «η ανταλλαγή αμοιβαίας δέσμευσης, η αύξηση της εμπιστοσύνης, η δημιουργία και η ενίσχυση κανόνων και η ανάπτυξη μιας ομαδικής ταυτότητας» φαίνεται να είναι οι πιο σημαντικές διαδικασίες που κάνουν την επικοινωνία αποτελεσματική.

Επιπλέον, η αμοιβαιότητα είναι επίσης θεμελιωδώς διαφορετική από τον αλτρουισμό. Ο αλτρουισμός είναι μια μορφή καλοσύνης άνευ όρων, δηλαδή ο αλτρουισμός που δίνεται δεν προκύπτει ως απάντηση στον αλτρουισμό που λαμβάνεται. Αντίθετα, η αμοιβαιότητα είναι μια απάντηση σε είδος σε ευεργετικές ή επιβλαβείς πράξεις. Η Ostrom εξετάζει επίσης πώς οι κανόνες αμοιβαιότητας μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις. Εάν η τιμωρία συνίσταται σε κλιμακούμενη τιμωρία, τότε οι ομάδες που ξεπερνούν τα κοινωνικά διλήμματα μπορεί να περιορίζονται σε πολύ στενούς κύκλους συγγενών και φίλων, που συνεργάζονται μόνο μεταξύ τους, ενσωματωμένοι σε έναν κύκλο εχθρικών σχέσεων με ξένους. Αυτό το μοτίβο μπορεί να κλιμακωθεί σε βεντέτες, επιδρομές και φανερό πόλεμο. Εναλλακτικά, κλειστοί κύκλοι ατόμων που εμπιστεύονται το ένα το άλλο μπορεί να κάνουν διακρίσεις σε βάρος οποιουδήποτε διαφορετικού χρώματος, θρησκείας ή εθνότητας. Η εστίαση στην επιστροφή της χάρης για χάρη μπορεί επίσης να αποτελέσει το θεμέλιο για τη διαφθορά. Η Ostrom (1998) υποστηρίζει ότι «…είναι προς το συμφέρον όλων των άλλων να μην επιλυθούν ορισμένα κοινωνικά διλήμματα, όπως αυτά που εμπλέκονται σε μονοπώλια και σχηματισμούς καρτέλ, αυτά που αντιτίθενται σε βασικά ηθικά πρότυπα και νομικές σχέσεις και εκείνα που περιορίζουν τις ευκαιρίες για ανοιχτή κοινωνία και αναπτυσσόμενη οικονομία».

Ως εκ τούτου, η αλληλεπίδραση μεταξύ του θεσμικού περιβάλλοντος της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της επικράτησης, δηλαδή της δημιουργίας, επιβολής και ενίσχυσης των κοινωνικών κανόνων, είναι μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές που εισήγαγε η Ostrom και απασχολούν ακόμα τους ακαδημαϊκούς που ασχολούνται με τη μελέτη των ενδογενών κοινωνικών προτιμήσεων. Για παράδειγμα, ένα ενδιαφέρον ερώτημα που τίθεται από πολιτικούς επιστήμονες και κοινωνιολόγους αφορά το πώς τα διαφορετικά είδη θεσμών υποστηρίζουν ή υπονομεύουν τους κανόνες αμοιβαιότητας τόσο εντός των ιεραρχιών, όσο και μεταξύ των μελών ομάδων που αντιμετωπίζουν προβλήματα συλλογικής δράσης. Μελέτες πεδίου διαπιστώνουν ότι η παρακολούθηση και οι κλιμακωτές κυρώσεις είναι σχεδόν καθολικές σε όλους τους ισχυρά θεσμούς διαχείρισης κοινής ομάδας πόρων (Ostrom, 1998). Αυτό δείχνει ότι χωρίς κάποια εξωτερική υποστήριξη τέτοιων θεσμών, είναι απίθανο η αμοιβαιότητα από μόνη της να λύσει πλήρως τα πιο δύσκολα προβλήματα της κοινής ομάδας πόρων.

Με μία σειρά πολυάριθμων μελετών, σε δημοσιευμένα επιστημονικά άρθρα και βιβλία, η Ostrom βάζει θεμελιώδους λίθους στα συμπεριφορικά οικονομικά, εντρυφώντας στην προέλευση των αλληλοεξαρτώμενων και κοινωνικών προτιμήσεων, καθώς και στους μηχανισμούς διαμόρφωσης συμπεριφορών κοινωνικών ομάδων. Παράλληλα, θέτει θεμέλια στον κλάδο των νέων θεσμικών οικονομικών και των κοινωνικοοικονομικών, εντρυφώντας στη διερεύνηση της έννοιας του «κοινωνικού κεφαλαίου» (Ostrom and Ann, 2003) με άπειρες εφαρμογές στους μηχανισμούς οικονομικής πολιτικής που αφορούν τη διαχείριση δημοσίων πόρων, στη διαμόρφωση μηχανισμών αγοράς τυπικών, αλλά και άτυπων οικονομιών (Ostrom, 1992).

Οι διακρίσεις και το βραβείο Nobel

Η Elinor Ostrom ήταν μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Κοινότητας. Διετέλεσε πρόεδρος της Αμερικανικής Κοινότητας για την Πολιτική Επιστήμη, και της Κοινότητας Δημόσιας Επιλογής. Η μακρά λίστα των βραβεύσεών της ενέχει, μεταξύ άλλων, τη διακεκριμένη έδρα Frank E. Seidman στην πολιτική οικονομία (1998). το βραβείο Johan Skytte στην πολιτική επιστήμη (1999), το βραβείο John J. Carly από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών (2004), και το βραβείο James Madison από την Ένωση Πολιτικών Επιστημών (2005). Το 2008, έγινε η πρώτη γυναίκα που έλαβε το βραβείο William H. Riker στην πολιτική επιστήμη, και το 2009 έλαβε το βραβείο Tisch για την έρευνα περί την ενασχόληση και τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.

Το 2009 η Elinor Ostrom έγινε η πρώτη γυναίκα λήπτης του Βραβείου Νόμπελ στην Οικονομική Επιστήμη, για τη συνεισφορά της στην ανάλυση της οικονομικής διακυβέρνησης. Ο 2ος λήπτης του βραβείου Nobel την ίδια χρονιά ήταν ο Oliver Williamson από το UCLA, επίσης για το έργο του ως προς την ανάλυση μηχανισμών οικονομικής διακυβέρνησης, από διαφορετικό πρίσμα από αυτό της Ostrom, αλλά με κοινές συνισταμένες. Η επιτροπή της Σουηδικής βασιλικής ακαδημίας επιστημών έκρινε ότι το έργο της Ostrom ήταν καταλυτικό στο να αποδείξει πως η διαχείριση δημοσίων αγαθών και κοινών πόρων, όπως τα δάση, η αλιεία, οι βοσκότοποι, και τα κοιτάσματα πετρελαίου, μπορεί να επιτευχθεί επιτυχώς από την ομάδα των ανθρώπων που τα χρησιμοποιούν, αντί από τις κυβερνήσεις ή τις ιδιωτικές εταιρίες. Το ακαδημαϊκό της έργο σε αυτά τα θέματα αποτέλεσε επανάσταση στη μέχρι τότε κυρίαρχη τάση στην οικονομική επιστήμη να βασίζεται στο υπόδειγμα του ορθολογισμού, δείχνοντας ότι η διαχείριση δημοσίων αγαθών μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ανάγκη ιδιωτικοποίησης ή κεντρικής παρέμβασης.

Η Ακαδημία έκρινε ότι σε φιλοσοφικό επίπεδο τα διδάγματα από το έργο της Ostrom ήταν διαφωτιστικά ως προς του βαθύτερους μηχανισμούς που οδηγούν την επίτευξη και διατήρηση ης συνεργασίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ο «νόμος του Όστρομ» είναι μια έκφραση που αντιπροσωπεύει πώς τα έργα της Έλινορ Όστρομ στα οικονομικά αμφισβητούν προηγούμενα θεωρητικά πλαίσια και υποθέσεις σχετικά με την ιδιοκτησία, ειδικά τα κοινά. Οι λεπτομερείς αναλύσεις του Ostrom των λειτουργικών παραδειγμάτων των κοινών δημιουργούν μια εναλλακτική άποψη για τη διάταξη των πόρων που είναι εφικτές τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά. Αυτός ο ομώνυμος νόμος δηλώνεται συνοπτικά ως: «Μια διάταξη πόρων που λειτουργεί στην πράξη μπορεί να λειτουργήσει θεωρητικά» (Fennell, 2011).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το βραβείο Nobel της Ostrom και του Williamson ήρθε μετά από μία σειρά βραβεύσεων οικονομολόγων και κοινωνικών επιστημόνων για ριζοσπαστικές συνεισφορές που διέφευγαν από τα στενά πλαίσια των οικονομικών μοντέλων που είναι βασισμένα στον ορθολογισμό και τις ορθολογικές προσδοκίες. Σχετικές προηγούμενες βραβεύσεις ήταν αυτές των Robert Fogel και του Douglas North (1993), του George Akerlof (2001), του Daniel Kahneman και του Vernon Smith (2002). Ακολούθησαν και άλλες βραβεύσεις, όπως αυτές του Robert Schiller (2013) και του Richard Thaler (2017). Η αναγνώριση του διαφωτιστικού έργου αυτών των οικονομολόγων, μεταξύ αυτών και της Ostrom, διαμόρφωσαν το πλαίσιο των καινοτόμων κλάδων των νέων θεσμικών οικονομικών και των συμπεριφορικών οικονομικών και χρηματοοικονομικών, οι οποίοι συνέβαλαν στην εξωστρέφεια της επιστήμης των οικονομικών προς αδερφούς κλάδους των κοινωνικών επιστημών, στην χάραξη νέων δρόμων οικονομικής σκέψης, καθώς και στην έξοδο της οικονομικής επιστήμης από την εσωστρέφεια και τα αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει εξαιτίας του κυρίαρχου υποδείγματος στα οικονομικά επί σειρά δεκαετιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το βραβείο της Ostrom και του Williamson ήρθε μία μόλις χρονιά μετά την απαρχή της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008. Δεν αποτελεί σύμπτωση, κατά πολλούς σχολιαστές, ότι η βράβευση συμβόλισε ίσως μία αντίδραση στο δογματοληπτικό στοχασμό που βασίζονταν αποκλειστικά στην αποτελεσματικότητα των ελεύθερων αγορών, μεταξύ αυτών και των αγορών χρήματος και κεφαλαίου.

Μαζί με μετέπειτα σειρές βραβείων Nobel σε οικονομολόγους για τη συνεισφορά τους στην εμπειρική έρευνα, την αξιολόγηση πολιτικών, τις πειραματικές μεθόδους, και την ανάλυση της αιτιώδους συναγωγής, όπως πρόσφατα οι Abhijit Banerjee, Esther Duflo, και Michael Kremer (2019), και οι David Card, Joshua Angrist, και Guido Imbens (2021), η βράβευση της Elinor Ostrom συνέβαλε στη δημιουργία μιας νέας αντίληψης αναφορικά με το ρόλο του επαγγελματία και επιστήμονα οικονομολόγου στη σύγχρονη διακυβέρνηση. Ο καταρτισμένος οικονομολόγος πλέον θεωρείται ως ο ικανότερος εργαζόμενος σε θέσεις που αφορούν τη χάραξη, εφαρμογή και αξιολόγηση πολιτικής βασισμένης στην έρευνα και την αξιολόγηση αποτελεσμάτων. Έως πρόσφατα η αξιολόγηση αποτελεσματικότητας πολιτικής ήταν βασισμένη πρωτίστως στους αρχικούς στόχους, και σε πολύ ανακριβείς και ασαφείς προσεγγίσεις για την τελική επίτευξή τους. Ο ρόλος του σύγχρονου οικονομολόγου, που είναι καταρτισμένος σε εφαρμοσμένες εμπειρικές μεθόδους, στην ανάλυση δεδομένων, και την αποτίμηση αποτελεσμάτων πολιτικής, είναι αναγκαίος σε οργανισμούς και τμήματα που ασχολούνται με την υγεία, τα εργασιακά, τις κοινωνικές πολιτικές, τις αναπτυξιακές πολιτικές, τη χρηματοοικονομική διοίκηση και τη χρηματοοικονομική ενσωμάτωση, μεταξύ πολλών άλλων.

Το βραβείο Nobel έκανε το έργο της Elinor Ostrom γνωστό και στο ευρύτερο μη ακαδημαϊκό κοινό παγκόσμια, όπως φαίνεται και από την αναγνώρισή της ως μία από τους 25 εν ζωή οραματιστές που αλλάζουν τον κόσμο από το περιοδικό Utne Reader το 2010, και την ονομασία της ως μία από τους 100 ανθρώπους στον κόσμο με τη μεγαλύτερη επιρροή από το περιοδικό Time το 2012.

Το ακαδημαϊκό μεγαλείο ως τη δύση του βίου

Όπως είχε κάνει και με τα χρηματικά έπαθλα των προηγούμενων βραβεύσεών της, η Elinor Ostrom δώρισε το μερίδιο της από τα 10 εκατομμύρια Σουηδικές κορόνες ($1,44 εκατομμύρια) στο Πανεπιστήμιο της Indiana για την οργάνωση των σεμιναρίων στην πολιτική θεωρία και την ανάλυση πολιτικής που είχε εγκαθιδρύσει η ίδια και ο σύζυγός της το 1973. Κατά τη διάρκεια ακαδημαϊκών σεμιναρίων και μέσω ερευνητικών βραβείων και χρηματοδοτήσεων, η Ostrom και ο σύζυγός της στήριξαν έναν μεγάλο αριθμό φοιτητών, επισκεπτών ερευνητών, και υπευθύνων χάραξης πολιτικής από όλο τον κόσμο. Μιας και δεν απέκτησαν δικά τους παιδιά, η οικογένεια των Ostrom υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρη στη στήριξη συναδέλφων, άλλων ακαδημαϊκών και νέων ερευνητών, συχνά χρησιμοποιώντας προσωπικούς πόρους και προσπάθειες για τη στήριξη μέσω ερευνητικών προτάσεων χρηματοδότησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η Ostrom σε μία συνέντευξή της ανέφερε ότι μιας και δεν είχε μεγάλη οικογένεια να στηρίξει, δεν την ενδιέφερε ποτέ το μέγεθος του μισθού της, παρότι αναγνώριζε τη σημασία ενός μεγάλου μισθού για συναδέλφους με μεγάλες οικογένειες (McCay, 2014).

Η Elinor Ostrom πέθανε από καρκίνο στο πάγκρεας το 2012, σε ηλικία 78 ετών. Μόλις 17 ημέρες μετά το θάνατό της απεβίωσε και ο σύζυγός της, Vincent Ostrom, σε ηλικία 92 ετών επίσης από επιπλοκές καρκίνου. Κατά τον τελευταίο χρόνο της ζωής της και παρά την ασθένειά της, η Ostrom εξακολούθησε να συγγράφει και να δίνει διαλέξεις. Ως τυπική σύγχρονη ακαδημαϊκός, μία μόλις ημέρα πριν το θάνατό της έστελνε e-mails σε συνεργάτες της σχετικά με άρθρα που συνέγραφαν εκείνη την περίοδο. Μέχρι τις τελευταίες ημέρες εργαζόταν πυρετωδώς για την προετοιμασία του διαλόγου για την παγκόσμια βιωσιμότητα που θα γινόταν στο Ρίο ντε Τζανέιρο στις 20-22 Ιουνίου 2012, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Την ημέρα του θανάτου της, στις 12 Ιουνίου 2012, δημοσιεύθηκε και το τελευταίο άρθρο της (Ostrom, 2012). Προς τιμήν της, το Πανεπιστήμιο της Indiana τοποθέτησε άγαλμα της Ostrom έξω από το κτήριο που στεγάζει το τμήμα πολιτικής επιστήμης στο Bloomington. Η αναζωογόνηση και η εξωστρέφεια της οικονομικής επιστήμης τα τελευταία χρόνια, καθώς και ο νέος αναβαθμισμένος ρόλος του επαγγελματία οικονομολόγου στη χάραξη, πραγματοποίηση και αποτίμηση αποτελεσμάτων οικονομικής πολιτικής οφείλουν τα μέγιστα στο στοχασμό, τη μεγάλη ακαδημαϊκή παραγωγικότητα, και τα αθάνατα έργα της Elinor Ostrom.

Βιβλιογραφία

  • Economist (2012). “Elinor Ostrom”. June 30th.
  • Fennell, Lee Anne (2011). “Ostrom’s Law: Property Rights in the Commons”. International Journal of the Commons. 5(1): 9–27.
  • Hardin, Garrett (1968). “The Tragedy of the Commons”. Science. 162(3859): 1243-1248.
  • McCay, Bonnie J. and Joan Bennett (2014). “Elinor Ostrom: Biographical Memoirs”. National Academy of Sciences. Available at: http://www.nasonline.org/publications/biographical-memoirs/memoir-pdfs/ostrom-elinor.pdf
  • Olson, Mancur Jr. (1968). The Logic of Collective Action: Public Goods and the Theory of Groups. New York, NY: Schocken Books.
  • Ostrom, Elinor (1990). Governing the Commons: The Evolution of Institutions for Collective Action. New York: Cambridge University Press
  • Ostrom, Elinor (1992). “Institutions as Rules-in-Use”. In: Crafting Institutions for Self-Governing Irrigation Systems. Chapter 2. San Francisco, CA: ICS Press, 19-39.
  • Ostrom, Elinor (1998). “A Behavioral Approach to the Rational Choice Theory of Collective Action: Presidential Address, American Political Science Association, 1997”. American Political Science Review. 92(1): 1-22.
  • Ostrom, Elinor (2012). “Green from the Grassroots”. Project Syndicate.
  • Ostrom, Elinor and T. K. Ahn (2003). Foundations of Social Capital. Critical Studies in Economic Institutions. Edward Elgar Publishing. Cheltenham, UK.
  • Ostrom, Elinor; Parks, Roger B., and Gordon P. Whitaker, (1973). “Do We Really Want to Consolidate Urban Police Forces? A Reappraisal of Some Old Assertions”. Public Administration Review. 33(5): 423–432.
  • Ostrom, Vincent, Tiebout, Charles and Robert Warren (1961). The Organization of Government in Metropolitan Areas: A Theoretical Inquiry. Cambridge University Press.
  • Panos, Georgios A. (2010). Essays in Behavioural Economics and the Labour Market. PhD Thesis. University of Aberdeen. United Kingdom.
  • Simon, Herbert A. (1982). Models of Bounded Rationality. Vol. 2. Cambridge, MA.: The MIT Press.
  • Williamson, Oliver (1985). The Economic Institutions of Capitalism. New York, NY: Free Press.

*Ο Γεώργιος Α. Πάνος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στη Σχολή Διοίκησης Adam Smith του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης και Επιστημονικός Σύμβουλος του Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού. Έχει ψηφιστεί σαν ένας από τους 40 καλύτερους Καθηγητές ΜΒΑ κάτω των 40 στον κόσμο από τον αμερικανικό οργανισμό Poets & Quants.

*Το παρόν κείμενο αναδημοσιεύεται από το 7ο τεύχος του περιοδικού για την οικονομική επιστήμη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση «Ξενοφών» (Ιούνιος 2022).

Share this post on: