Η γνώση των ιστορικών αποδόσεων της χρηματιστηριακής αγοράς των Αθηνών είναι χρήσιμη σε μια σειρά από αποδέκτες, όπως μικροεπενδυτές, συμβούλους επενδύσεων, θεσμικούς επενδυτές εσωτερικού και εξωτερικού (διαχειριστές Α/Κ, ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ.) αλλά και των μελών της επιστημονικής κοινότητας.
Πιο συγκεκριμένα, η ιστορική γνώση των αποδόσεων της χρηματιστηριακής αγοράς των Αθηνών είναι χρήσιμη, μεταξύ άλλων, για:
- Την κατανόηση της διαχρονικής συμπεριφοράς της και της εύρεσης εκείνων των μικροοικονομικών, μακροοικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων που τη διαμόρφωσαν.
- Τον υπολογισμό της συσχέτισης των αποδόσεών της με τις αντίστοιχες διεθνείς, ώριμων και αναπτυσσόμενων οικονομιών, για την κατασκευή αποτελεσματικών χαρτοφυλακίων.
- Τη σύγκριση των αποδόσεών της με αποδόσεις εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ΕΓΕΔ, χρυσός, έργα τέχνης, ακίνητα, μετοχικά Α/Κ κ.λπ.
- Τον υπολογισμό του risk premium του Χρηματιστηρίου και τη σύγκρισή του με αντίστοιχα διεθνών χρηματιστηρίων.
- Τον υπολογισμό της απόδοσης και του κινδύνου του και τη σύγκρισή τους με τα άλλα χρηματιστήρια.
Δεδομένων των διαχρονικών αλλαγών κατασκευής των χρηματιστηριακών δεικτών υπολογίσαμε τις ετήσιες αποδόσεις της χρηματιστηριακής αγοράς των Αθηνών για την περίοδο 1965 – 2005, τόσο σε ονομαστικές τιμές (Πίνακας 1, Στήλη 1) όσο και σε πραγματικές τιμές αφαιρουμένου του πληθωρισμού (Πίνακας 1, Στήλη 2).
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση του Πίνακα, οι μεγαλύτερες ετήσιες ποσοστιαίες αποδόσεις την εξεταζόμενη περίοδο πραγματοποιήθηκαν τα έτη 1969, 1972, 1987, 1990 και 1999.
Οι παρατηρούμενες άνοδοι συμβαδίζουν με την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας (1969, 1972), με ουσιαστικές θεσμικές μεταβολές (Σταθεροποιητικό πρόγραμμα Σημίτη 1987), με τις προσδοκίες για την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων και για σταθερή κυβέρνηση (1990) και, τέλος, για την περίοδο ένταξης στην ΟΝΕ που συνοδεύτηκε με πτώση του πληθωρισμού και των επιτοκίων (1997 – 1999).
Από την άλλη μεριά, οι μεγαλύτερες απώλειες σημειώθηκαν την περίοδο 1978 – 1984, περίοδο που συνδέεται με τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση (’78 – ’79) και την πληθωριστική δημοσιονομική πολιτική των πρώτων ετών εξουσίας τής τότε κυβέρνησης, και την περίοδο μετά τη χρηματιστηριακή φούσκα του 1999 (2000 – 2002).
Στο Διάγραμμα 1 παρουσιάζονται οι ετήσιες αποδόσεις, με τα έτη που εμφανίζονται υψηλότερα να έχουν και τη μεγαλύτερη απόδοση μέσα στο αναφερόμενο εύρος. Η μέση ετήσια απόδοση της περιόδου 1965 – 2005 είναι 23,58% και ο κίνδυνος (τυπική απόκλιση αποδόσεων) 52,49%. Τα αντίστοιχα για τις πραγματικές αποδόσεις είναι 12,32% και 54,40%. Και στις δύο περιπτώσεις είναι φανερό ότι ο κίνδυνος χώρας (country risk) της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα υψηλός. Το στοιχείο αυτό πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν τόσο από τους διαχειριστές μικτών και μετοχικών εγχώριων Α/Κ, όσο και τους διαχειριστές των ασφαλιστικών ταμείων αφού πρέπει να δοθεί έμφαση στη διεθνική διαφοροποίηση (International Diversification) ελαχιστοποιώντας τον συνολικό κίνδυνο των χαρτοφυλακίων τους.
*Ο Νικόλαος Δ. Φίλιππας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Πρόεδρος και Ιδρυτής του Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού.
*Άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας «Η Καθημερινή» (kathimerini.gr) στις 08/09/2006.