Η Ομάδα των Επτά (G7), η οποία δημιουργήθηκε το 1975, αποτελεί ένα ανώτατου επιπέδου διακυβερνητικό πολιτικό φόρουμ στο οποίο συμμετέχουν οι ηγέτες του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Τα μέλη της ομάδας ήταν οι μεγαλύτερες προηγμένες οικονομίες στον κόσμο και παράλληλα οι πλουσιότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Με βάση τα στοιχεία του 2020, η Ομάδα των Επτά αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου καθαρού πλούτου (ο οποίος ανέρχεται σε 418 τρισεκατομμύρια δολάρια Η.Π.Α.), το 29% έως το 46% του παγκόσμιου Α.Ε.Π. [ανάλογα με το αν για τον υπολογισμό χρησιμοποιούνται στοιχεία για το Α.Ε.Π. σε τρέχουσες τιμές ή σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP)], καθώς και περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τα μέλη της ομάδας αποτελούν ισχυρούς παράγοντες στην διεθνή σκηνή και διατηρούν αμοιβαία στενές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, νομικές, περιβαλλοντικές, στρατιωτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και διπλωματικές σχέσεις. Επιπλέον των παραπάνω, στην Ομάδα των Επτά συμμετέχει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ο μοναδικός υπερεθνικός οργανισμός και όχι ως κυρίαρχο κράτος. Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ανήκει επισήμως στα μέλη και δεν αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία της ομάδας.
Όμως τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι συσχετισμοί στην παγκόσμια οικονομία έχουν αλλάξει, με αποτέλεσμα οι οικονομίες των αναφερόμενων ανεπτυγμένων χωρών να μην αποτελούν πλέον τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, ιδιαίτερα αν το Α.Ε.Π. μετρηθεί σε δολάρια PPP. Όπως έχουμε αναφέρει επανειλημμένα, οι οικονομίες των χωρών BRICS και των Next Eleven (οι όροι και για τις δύο ομάδες χωρών έχουν αποδοθεί από τον Jim O’Neill) κυριαρχούν πλέον στην παγκόσμια οικονομία.
Ας προσεγγίσουμε λοιπόν εν συντομία το θέμα των σύγχρονων αλλαγών στην παγκόσμια οικονομία.
Στο παρακάτω διάγραμμα, το οποίο έχει επιμεληθεί το Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού, παρατηρούμε τις τεκτονικές αλλαγές και τις ανακατατάξεις που έχουν συντελεστεί στην παγκόσμια οικονομία.
Ενώ λοιπόν το 1980 οι χώρες της G7 αποτελούσαν το 51,15% του παγκόσμιου Α.Ε.Π., έναντι μόλις 5,25% του συνδυασμένου Α.Ε.Π. της Κίνας και της Ινδίας, το 2021 το Α.Ε.Π. των δύο οικονομικών γιγάντων ξεπέρασε το αντίστοιχο Α.Ε.Π. των χωρών της G7!
Οι παραδοσιακά κυρίαρχες δυνάμεις της G7 δεν είναι πλέον κυρίαρχες…
Καθώς λοιπόν οι χώρες της G7 έχαναν σταδιακά την ισχύ τους, και δεδομένου ότι οι κρίσεις στην Δύση είχαν ήδη ξεκινήσει, το 1999 δημιουργήθηκε η Ομάδα των Είκοσι (G20), μια στρατηγική πλατφόρμα που συνδέει τις μεγαλύτερες ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες του κόσμου, με στόχο τη συζήτηση πολιτικών για την επίτευξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η G20 διαδραματίζει πλέον έναν ιδιαίτερα στρατηγικό ρόλο στη διασφάλιση της μελλοντικής παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Από κοινού, τα μέλη της G20 αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% του παγκόσμιου Α.Ε.Π., το 75% του διεθνούς εμπορίου και το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Ξεκινώντας το 1999 ως μία συνάντηση μεταξύ των Υπουργών Οικονομικών και των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών, η G20 εξελίχθηκε σε μία ετήσια σύνοδο κορυφής στην οποία συμμετέχουν οι αρχηγοί των κρατών και των κυβερνήσεων.
Τα μέλη της G20 είναι τα ακόλουθα: Αργεντινή, Αυστραλία, Βραζιλία, Καναδάς, Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Ινδία, Ινδονησία, Ιταλία, Ιαπωνία, Δημοκρατία της Κορέας, Μεξικό, Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Νότια Αφρική, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Καταλήγοντας, η παγκόσμια οικονομία έχει αλλάξει και η μετακίνηση του πλούτου στην Ανατολή, και ιδιαίτερα στην Ασία, αποτελεί μία πραγματικότητα που πρέπει όλοι μας να κατανοήσουμε…