Η συμπεριφορά της αγέλης είναι εντονότερη σε ανοδικές παρά σε πτωτικές περιόδους της χρηματιστηριακής αγοράς τονίζει ο Νικόλαος Δ. Φίλιππας, παραθέτοντας παράλληλα μια επιστημονική ερμηνεία για τη φούσκα του 1999.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η Συμπεριφορική Χρηματοοικονομική (Behavioral Finance) εξετάζει πώς η ατομική και κοινωνική ψυχολογία επηρεάζει τις επενδυτικές επιλογές και κατ’ επέκταση τη συμπεριφορά των χρηματοοικονομικών αγορών.
Η παρούσα κρίση φέρνει στο προσκήνιο μια σειρά παραγνωρισμένα ρίσκα, όπως αυτό του κινδύνου της ρευστότητας και του κόστους ρευστοποίησης. Τι σημαίνει, πώς λειτουργεί και πώς επηρεάζει την ελληνική αγορά. Γράφει ο Νικόλαος Δ. Φίλιππας.
Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε την ύπαρξη μιας σειράς κινδύνων οι οποίοι, ενώ προϋπήρχαν επί σειρά ετών, είχαν θεωρηθεί ήσσονος σημασίας. Ένας από αυτούς τους κινδύνους, ο οποίος αναδείχθηκε και έγινε πιο έντονος κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης, είναι ο κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk).
Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση κλόνισε δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη των επενδυτών στους μετοχικούς τίτλους. Οι επενδυτές πλέον προτιμούν να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους σε υψηλότοκες προθεσμιακές καταθέσεις. Όμως σε τέτοιες καταστάσεις πλήρους απαξίωσης των εισηγμένων επιχειρήσεων κρύβονται οι πραγματικές επενδυτικές ευκαιρίες. Μάλιστα έχουν αναπτυχθεί διάφορες στρατηγικές τις οποίες κάποιος μπορεί να ακολουθήσει ώστε να εκμεταλλευτεί τέτοιες χρηματιστηριακές κρίσεις.
Η δυσκολία στην ανάγνωση ωραιοποιημένων αποτελεσμάτων και η παραποίηση λογιστικών καταστάσεων μεταφέρουν πλούτο από τους μικροεπενδυτές στους μεγαλομετόχους. Γράφει ο Νικόλαος Δ. Φίλιππας.
Η εμπιστοσύνη στην ακριβοδίκαιη αποτύπωση των λογιστικών καταστάσεων συμβάλλει καθοριστικά στην διαφάνεια και στην δίκαιη αποτίμηση των μετοχικών τίτλων. Αντίθετα, η λανθασμένη αποτύπωση της χρηματοοικονομικής θέσης και ως εκ τούτου της απόδοσης της επιχείρησης έχει σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις, καθώς μεταφέρει πλούτο από τους μικροεπενδυτές στους μεγαλομετόχους.
Τα πολύπλοκα λογιστικά πρότυπα καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την κατανόηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και ως εκ τούτου τη λειτουργική επίδοση των εταιρειών. Οι επενδυτές επί πολλά χρόνια συνήθιζαν να εμπιστεύονται τους ορκωτούς ελεγκτές και τους χρηματοοικονομικούς αναλυτές για την ερμηνεία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και τον σχολιασμό της υγιούς ή όχι οικονομικής θέσης των εισηγμένων εταιρειών.
Το επενδυτικό κοινό γίνεται όλο και πιο απαιτητικό για την ποιότητα της πληροφόρησης σχετικά με τα χαρακτηριστικά που αφορούν την αξιολόγηση των επενδυτικών επιλογών του. Το σημαντικότερο ίσως από αυτά είναι και ο κίνδυνός τους.
Στις ανεπτυγμένες κεφαλαιαγορές, διάφοροι αξιόπιστοι οργανισμοί προσφέρουν στους πελάτες τους, μεταξύ άλλων, και στοιχεία τα οποία προσεγγίζουν τον κίνδυνο εναλλακτικών επενδύσεων όπως μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων. Στην Ελλάδα, η υπάρχουσα σχετική πληροφόρηση περιορίζεται στην περιγραφή των κινδύνων των μετοχικών τίτλων.
Είναι γνωστό ότι οι βασικές διαστάσεις για τη σωστή αξιολόγηση των επενδύσεων είναι δύο: η απόδοση και ο κίνδυνος. Οι επενδυτές στο πλαίσιο της επιλογής εναλλακτικών περιουσιακών στοιχείων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και τις δύο αυτές διαστάσεις. Η απόδοση του αμοιβαίου κεφαλαίου ορίζεται ως η διαφορά της τιμής εξαγοράς του (συμπεριλαμβανομένων και των μερισμάτων που τυχόν διανεμήθηκαν) και της τιμής διάθεσής του, διαιρούμενης με την τιμή διάθεσής του.